διαξιφισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαξιφισμός αρσενικό
- η ξιφομαχία, η ανταλλαγή χτυπημάτων με ξίφος
- (μεταφορικά) η ανταλλαγή επικριτικών υπαινιγμών, δηκτικών λόγων
- "στο δικαστήριο ο κατηγορούμενος κι ο κατήγορος αντάλλαξαν μεταξύ τους πολλούς διαξιφισμούς"
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαξιφισμός
|