συμπόρευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμπόρευση | οι | συμπορεύσεις |
γενική | της | συμπόρευσης* | των | συμπορεύσεων |
αιτιατική | τη | συμπόρευση | τις | συμπορεύσεις |
κλητική | συμπόρευση | συμπορεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπορεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμπόρευση θηλυκό
- η αρμονική συμβίωση με κάποιον συνανθρωπο
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμπόρευση
|