↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπόρευση οι συμπορεύσεις
      γενική της συμπόρευσης* των συμπορεύσεων
    αιτιατική τη συμπόρευση τις συμπορεύσεις
     κλητική συμπόρευση συμπορεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπορεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπόρευση < μεσαιωνική ελληνική συμπόρευσις[1] < αρχαία ελληνική συμπορεύομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμπόρευση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συμπορεύομαι
  2. (ειδικότερα) η αρμονική συμβίωση με κάποιον συνάνθρωπο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. συμπόρευσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)