• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

συμπορεύομαι

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπορεύομαι < αρχαία ελληνική συμπορεύομαι < πορεύω < πόρος

Ρήμα

επεξεργασία

συμπορεύομαι

  1. (κυριολεκτικά, σπάνιο) πορεύομαι μαζί με κάποιον άλλο
  2. (μεταφορικά) πορεύομαι μαζί με κάποιον άλλο και συνεργάζομαι μαζί του

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ασυμπόρευτος
  • συμπόρευση
  • → δείτε τις λέξεις συν, πορεύω και πόρος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    συμπορεύομαι
  • αγγλικά : join hands (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=συμπορεύομαι&oldid=6908687"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Ιουλίου 2024, στις 04:45

Γλώσσες

    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Ιουλίου 2024, στις 04:45.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας