συμπορεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συμπορεύομαι < αρχαία ελληνική συμπορεύομαι < πορεύω < πόρος
Ρήμα
επεξεργασία
συμπορεύομαι
- (κυριολεκτικά, σπάνιο) πορεύομαι μαζί με κάποιον άλλο
- (μεταφορικά) πορεύομαι μαζί με κάποιον άλλο και συνεργάζομαι μαζί του
Συγγενικά
επεξεργασία- ασυμπόρευτος
- συμπόρευση
- → δείτε τις λέξεις συν, πορεύω και πόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συμπορεύομαι