Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

join hands < → δείτε τις λέξεις join και hands

  Έκφραση επεξεργασία

join hands (en)

  • (ιδιωματισμός) συμπορεύομαι
    The states of Europe are joining hands in the fight for economic integration.
    Τα κράτη της Ευρώπης συμπορεύονται στον αγώνα της οικονομικής ενοποίησης.

  Πηγές επεξεργασία