αρμονική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρμονική, αρμονική συχνότητα θηλυκό
- ακέραιο πολλαπλάσιο (μουσική, αρχιτεκτονική, φυσική κτλ.)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
αρμονική