αρμονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρμονικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁρμονικός & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική harmonique < λατινική harmonicus < αρχαία ελληνική ἁρμονικός [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.mo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐μο‐νι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίααρμονικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που διέπεται από αρμονία
- ⮡ σχήμα με αρμονικές αναλογίες
- ⮡ αρμονική συνύπαρξη
- ≠ αντώνυμα: δυσαρμονικός, αναρμονικός
- (φυσική) για μεγέθη που μεταβάλλονται με ορισμένο τρόπο, σε ορισμένη συχνότητα
- ⮡ αρμονική ταλάντωση → δείτε απλή αρμονική ταλάντωση στη Βικιπαίδεια
- (ακουστική) για ήχο με συχνότητα που είναι πολλαπλάσιο της βασικής
- ⮡ Οι βιολιστές παράγουν αρμονικούς ήχους ακουμπώντας ελαφρά πάνω σε συγκεκριμένο σημείο μιας χορδής.
- (μουσική) που αναφέρεται στη μουσική αρμονία ή τους κανόνες της
- (μουσική, για σκάλα) αρμονική κλίμακα: είδος ελάσσονος μουσικής κλίμακας, στην οποία υπάρχει διαφορά ενός τριημιτόνιου μεταξύ 6ης και 7ης βαθμίδας
- → δείτε και τον όρο μελωδική κλίμακα
Συγγενικά
επεξεργασία- αναρμονικός
- αρμόνικα (θηλυκό)
- αρμονικά (επίρρημα)
- αρμονική (ουσιαστικό)
- δυαρμονικός
- ευαρμονικός
- παναρμονικός
- συναρμονικός
→ και δείτε τη λέξη αρμονία
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αρμονικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας