↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσαρμονικός η δυσαρμονική το δυσαρμονικό
      γενική του δυσαρμονικού της δυσαρμονικής του δυσαρμονικού
    αιτιατική τον δυσαρμονικό τη δυσαρμονική το δυσαρμονικό
     κλητική δυσαρμονικέ δυσαρμονική δυσαρμονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσαρμονικοί οι δυσαρμονικές τα δυσαρμονικά
      γενική των δυσαρμονικών των δυσαρμονικών των δυσαρμονικών
    αιτιατική τους δυσαρμονικούς τις δυσαρμονικές τα δυσαρμονικά
     κλητική δυσαρμονικοί δυσαρμονικές δυσαρμονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσαρμονικός < δυσ- + αρμονικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.saɾ.mo.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐σαρ‐μο‐νι‐κός
παλιότερος συλλαβισμός: δυσ‐αρ‐μο‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσαρμονικός, -ή, -ό

  1. (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που δεν είναι αρμονικός (προς τη μουσική αρμονία, ή γενικά προς το περιβάλλον του)
  2. που προκαλεί δυσαρμονία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη αρμονία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία