φάλτσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φάλτσος | η | φάλτσα | το | φάλτσο |
γενική | του | φάλτσου | της | φάλτσας | του | φάλτσου |
αιτιατική | τον | φάλτσο | τη | φάλτσα | το | φάλτσο |
κλητική | φάλτσε | φάλτσα | φάλτσο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φάλτσοι | οι | φάλτσες | τα | φάλτσα |
γενική | των | φάλτσων | των | φάλτσων | των | φάλτσων |
αιτιατική | τους | φάλτσους | τις | φάλτσες | τα | φάλτσα |
κλητική | φάλτσοι | φάλτσες | φάλτσα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φάλτσος < φάλτσ(ο) + -ος < ιταλική falso + -ς. Δείτε και το ελληνιστικό φάλσος (πλαστός) < λατινική falsus [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfal.t͡sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φάλ‐τσος
Επίθετο
επεξεργασίαφάλτσος, -α, -ο
- (μουσική) που όταν τραγουδάει ή παίζει μουσική κάνει φάλτσα, παράγει λανθασμένους μουσικούς τόνους
- ≈ συνώνυμα: παράτονος, παράφωνος, παράχορδος, δυσαρμονικός
- → δείτε και τις λέξεις κακόηχος και κακόφωνος
- (για αντικείμενα, κατασκευές) που κάνει φάλτσο, που το σχήμα του ξεφεύγει από την ευθεία
Παράγωγα
επεξεργασία- φάλτσα (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φάλτσο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φάλτσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας