Δείτε επίσης: φάλσος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φάλτσος η φάλτσα το φάλτσο
      γενική του φάλτσου της φάλτσας του φάλτσου
    αιτιατική τον φάλτσο τη φάλτσα το φάλτσο
     κλητική φάλτσε φάλτσα φάλτσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φάλτσοι οι φάλτσες τα φάλτσα
      γενική των φάλτσων των φάλτσων των φάλτσων
    αιτιατική τους φάλτσους τις φάλτσες τα φάλτσα
     κλητική φάλτσοι φάλτσες φάλτσα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φάλτσος < φάλτσ(ο) + -ος < ιταλική falso + . Δείτε και το ελληνιστικό φάλσος (πλαστός) < λατινική falsus [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfal.t͡sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φάλ‐τσος

  Επίθετο

επεξεργασία

φάλτσος, -α, -ο

  1. (μουσική) που όταν τραγουδάει ή παίζει μουσική κάνει φάλτσα, παράγει λανθασμένους μουσικούς τόνους
     συνώνυμα: παράτονος, παράφωνος, παράχορδος, δυσαρμονικός
    → δείτε και τις λέξεις κακόηχος και κακόφωνος
  2. (για αντικείμενα, κατασκευές) που κάνει φάλτσο, που το σχήμα του ξεφεύγει από την ευθεία
     συνώνυμα: λοξός, στραβός, καμπύλος

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία