κακόφωνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακόφωνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κακόφωνος < κακό- + -φωνος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈko.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κό‐φων‐νος
Επίθετο επεξεργασία
κακόφωνος, -η, -ο
- (για φωνή, σε τραγούδι ή σε ομιλία) που έχει άσχημη, δυσάρεστη φωνή
- ↪ Δεν ήταν πολύ φάλτσος, αλλά ήταν κακόφωνος. Τι γαϊδουροφωνάρα!
- ≠ αντώνυμα: καλλίφωνος (για τραγούδι)
- (μουσική, για αρμονίες ή διαστήματα) συνώνυμο του κακόηχος
Παράγωγα επεξεργασία
- κακόφωνα (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις κακός και φωνή
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
με άσχημη φωνή
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακόφωνος (ελληνιστική κοινή) < κακό- + -φωνος
Επίθετο επεξεργασία
κακόφωνος, -ος, -ον
- όπως κακόφωνος (νέα ελληνικά)
- ※ Ἐκ τοῦ περὶ ἀκουστῶν / Περὶ ἀκουστῶν (de Audibilibus), αποδιδόταν στον ⌘ Αριστοτέλη, Arist.Aud.802b23@scaife.perseus
- τὰ δὲ ξηρὰ κακόφωνα [για τα γλωσσίδια αυλών που δεν έχουν βραχεί]
- ※ 1ος αιώνας πκε ⌘ Διονύσιος ὁ Θρᾷξ , Τέχνη Γραμματική, κεφάλαιο 7 D.T. 631.21
- [για τα σύμφωνα] ἄφωνα δέ ἐστιν ἐννέα· β γ δ κ π τ θ φ χ. ἄφωνα δὲ λέγεται, ὅτι μᾶλλον τῶν ἄλλων ἐστὶν κακόφωνα, ὥσπερ ἄφωνον λέγομεν τὸν τραγῳδὸν τὸν κακόφωνον.
- ≠ αντώνυμα: εὔφωνος, καλλίφωνος (ιδίως για υποκριτές)
- ※ Ἐκ τοῦ περὶ ἀκουστῶν / Περὶ ἀκουστῶν (de Audibilibus), αποδιδόταν στον ⌘ Αριστοτέλη, Arist.Aud.802b23@scaife.perseus
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις κακός και φωνή
Πηγές επεξεργασία
- κακόφωνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κακόφωνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.