παράτονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παράτονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράτονος < παρά- + τόνος < τείνω
Επίθετο
επεξεργασίαπαράτονος, -η, -ο
- που τονίζεται εσφαλμένα, που ο τόνος του είναι λανθασμένος
- (γραμματική) που δεν τονίζεται στη σωστή συλλαβή ή με τον τρόπο που πρέπει
- (μουσική) που δεν ακούγεται αρμονικά, που η αρμονία του είναι λανθασμένη
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις παρά, τόνος και τείνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία (γραμματική)
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαράτονος, -ος, -ον
- που κρέμεται στο πλάι, τεντωμένος δίπλα
- (για ήχο)
- (γλώσσα) που ακούγεται λανθασμένα, άσχημα
- (μουσική) δοξαριά που ακούγεται λανθασμένη
Πηγές
επεξεργασία- παράτονος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράτονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.