Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρατονισμός οι παρατονισμοί
      γενική του παρατονισμού των παρατονισμών
    αιτιατική τον παρατονισμό τους παρατονισμούς
     κλητική παρατονισμέ παρατονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρατονισμός < (παρατονίζω) παρα-τονισ- + -μός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾa.to.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐το‐νι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρατονισμός αρσενικό

  1. (γραμματική) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρατονίζω, ο λανθασμένος τονισμός
  2. (μετρική) αντικανονική μετατροπή του ποιητικού μέτρου
    ※  Γεράσιμος Σπαταλάς, (1997) Η στιχουργική τέχνη Στιχουργία @greek-language.gr
    [...] οι νόμιμοι παρατονισμοί. Αυτοί γίνονται μόνο σ’ ορισμένους στίχους με ξεχωριστά γνωρίσματα και γίνονται μόνο για λόγους εκφραστικούς ή παραστατικούς [...] Τέτοιους παρατονισμούς περίφημους, όσο και ελάχιστους, έγραψε ο Δ. Σολωμός, όπως τον ακόλουθο:
    Λάμνουν με κάτι κουπιά τσακισμένα[2]
    όπου με το άλλαγμα του ρυθμού, δίνει και παραστατικά την εικόνα των σπασμένων κουπιών.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. παρατονισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ο τελευταίος στίχος της 2ης στροφής από το "Όνειρο της Μαρίας" από το ποίημα Λάμπρος