Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαρβαρισμός οι βαρβαρισμοί
      γενική του βαρβαρισμού των βαρβαρισμών
    αιτιατική τον βαρβαρισμό τους βαρβαρισμούς
     κλητική βαρβαρισμέ βαρβαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαρβαρισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαρβαρισμός < βαρβαρίζω < ονοματοποιημένη λέξη από το βαρ-βαρ που για τους αρχαίους Έλληνες συνιστούσε κάθε ακατανόητο ήχο που άκουγαν από τις γλώσσες άλλων λαών.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαρβαρισμός αρσενικό

  • λανθασμένος τρόπος ομιλίας (και γραφής) που χαρακτηρίζεται από τη χρησιμοποίηση φτιαχτών ή διαφοροποιημένων λέξεων και την παραβίαση των γραμματικών κανόνων ή και την αισθητική της γλώσσας.
    διαφορετικός ο σολοικισμός. Ο βαρβαρισμός αφορά λανθασμένες μορφές της γλώσσας, όπως: «το αρεοπλάνο». Ο σολοικισμός αφορά συνακτικά, εκφραστικά λάθη

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Όροι για τα λάθη στον λόγο:

  Μεταφράσεις επεξεργασία