βαρβαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαρβαρίζω < αρχαία ελληνική βαρβαρίζω
Ρήμα
επεξεργασίαβαρβαρίζω
- συμπεριφέρομαι σαν βάρβαρος ή μιλάω σαν βάρβαρος (σε «σπαστά» ελληνικά, ασυνάρτητα ή ακατανόητα)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαρβαρίζω | βαρβάριζα | θα βαρβαρίζω | να βαρβαρίζω | βαρβαρίζοντας | |
β' ενικ. | βαρβαρίζεις | βαρβάριζες | θα βαρβαρίζεις | να βαρβαρίζεις | βαρβάριζε | |
γ' ενικ. | βαρβαρίζει | βαρβάριζε | θα βαρβαρίζει | να βαρβαρίζει | ||
α' πληθ. | βαρβαρίζουμε | βαρβαρίζαμε | θα βαρβαρίζουμε | να βαρβαρίζουμε | ||
β' πληθ. | βαρβαρίζετε | βαρβαρίζατε | θα βαρβαρίζετε | να βαρβαρίζετε | βαρβαρίζετε | |
γ' πληθ. | βαρβαρίζουν(ε) | βαρβάριζαν βαρβαρίζαν(ε) |
θα βαρβαρίζουν(ε) | να βαρβαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βαρβάρισα | θα βαρβαρίσω | να βαρβαρίσω | βαρβαρίσει | ||
β' ενικ. | βαρβάρισες | θα βαρβαρίσεις | να βαρβαρίσεις | βαρβάρισε | ||
γ' ενικ. | βαρβάρισε | θα βαρβαρίσει | να βαρβαρίσει | |||
α' πληθ. | βαρβαρίσαμε | θα βαρβαρίσουμε | να βαρβαρίσουμε | |||
β' πληθ. | βαρβαρίσατε | θα βαρβαρίσετε | να βαρβαρίσετε | βαρβαρίστε | ||
γ' πληθ. | βαρβάρισαν βαρβαρίσαν(ε) |
θα βαρβαρίσουν(ε) | να βαρβαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαρβαρίσει | είχα βαρβαρίσει | θα έχω βαρβαρίσει | να έχω βαρβαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βαρβαρίσει | είχες βαρβαρίσει | θα έχεις βαρβαρίσει | να έχεις βαρβαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βαρβαρίσει | είχε βαρβαρίσει | θα έχει βαρβαρίσει | να έχει βαρβαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαρβαρίσει | είχαμε βαρβαρίσει | θα έχουμε βαρβαρίσει | να έχουμε βαρβαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βαρβαρίσει | είχατε βαρβαρίσει | θα έχετε βαρβαρίσει | να έχετε βαρβαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαρβαρίσει | είχαν βαρβαρίσει | θα έχουν βαρβαρίσει | να έχουν βαρβαρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαρβαρίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βαρβαρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαρβαρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.