βάρβαρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βάρβαρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βάρβαρος < (ηχομιμητική λέξη) (από την ηχομιμητική λέξη βαρβαρ)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvaɾ.va.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βάρ‐βα‐ρος
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βάρβαρος | η | βάρβαρη | το | βάρβαρο |
γενική | του | βάρβαρου | της | βάρβαρης | του | βάρβαρου |
αιτιατική | τον | βάρβαρο | τη | βάρβαρη | το | βάρβαρο |
κλητική | βάρβαρε | βάρβαρη | βάρβαρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βάρβαροι | οι | βάρβαρες | τα | βάρβαρα |
γενική | των | βάρβαρων | των | βάρβαρων | των | βάρβαρων |
αιτιατική | τους | βάρβαρους | τις | βάρβαρες | τα | βάρβαρα |
κλητική | βάρβαροι | βάρβαρες | βάρβαρα | |||
Συγκρίνετε με την κλίση του #ουσιαστικοποιημένου. | ||||||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
βάρβαρος, -η, -ον
- (για ανθρώπους ή σύνολα ανθρώπων) απαίδευτος, απολίτιστος, χυδαίος,
- (για ανθρώπους ή σύνολα ανθρώπων) βάνδαλος, σκληρός
- που αρμόζει σε βαρβάρους, βαρβαρικός
- ⮡ βάρβαρα έθιμα
- → δείτε και τη λέξη #Ουσιαστικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
βαρβαρ-
βαρβαρ-
- Αγιονικολοβάρβαρα
- Αϊνικολοβάρβαρα
- ανεκβαρβάρωτος
- αποβαρβαρωμένος
- αποβαρβαρώνω, αποβαρβαρώνομαι
- αποβαρβάρωση
- βάρβαρα (επίρρημα)
- Βαρβάρα
- βαρβαριά
- βαρβαρίζω
- βαρβαρικός
- βαρβαρισμός
- βαρβαριστί
- βαρβαρόγλωσσος
- βαρβαρόηχος
- βαρβαροπάζαρο
- βαρβαροσύνη
- βαρβαρότητα
- βαρβαρότοπος
- βαρβαρόφωνος
- βαρβαρώνω, βαρβαρώνομαι
- βαρβαρώνυμος
- βαρβάρωση
- εκβαρβαρίζω, εκβαρβαρίζομαι
- εκβαρβαρισμένος
- εκβαρβαρισμός
- εκβαρβαρωμένος
- εκβαρβαρώνω, εκβαρβαρώνομαι
- εκβαρβάρωση
- ημιβαρβαρικός
- ημιβάρβαρος
- μειξοβάρβαρα, μιξοβάρβαρα (επίρρημα)
- μειξοβάρβαρος, μιξοβάρβαρος
- μισοβάρβαρος
- Νικολοβάρβαρα
- ξεβαρβαρώνω
- τρισβάρβαρος
- φιλοβάρβαρος
Δε σχετίζονται το βαρβάτος, βαρβιτουρικό, ούτε η βάρβιτος.
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βάρβαρος | οι | βάρβαροι |
γενική | του | βάρβαρου & βαρβάρου |
των | βάρβαρων & βαρβάρων |
αιτιατική | τον | βάρβαρο | τους | βάρβαρους & βαρβάρους |
κλητική | βάρβαρε | βάρβαροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συγκρίνετε με την κλίση του #επιθέτου. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
βάρβαρος αρσενικό [2]
- (ιστορία, στην ελληνική αρχαιότητα) που δεν έχει ελληνική καταγωγή
- ※ Κωνσταντίνος Καβάφης, Περιμένοντας τους βαρβάρους' (1904), στίχ. 1-2 & οι δύο τελευταίες στροφές
- — Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα
[…]
Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.
- — Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
- ※ Κωνσταντίνος Καβάφης, Περιμένοντας τους βαρβάρους' (1904), στίχ. 1-2 & οι δύο τελευταίες στροφές
- (στην αρχαία και βυζαντινή ιστορία) αυτός που κατοικούσε έξω από τα σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και θεωρούνταν καθυστερημένος και απολίτιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία βάρβαρος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βάρβαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ βάρβαρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βάρβαρος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαβάρβαρος, -ος, -ον
- μη Έλληνας (σε χρήση ήδη από τον Όμηρο)
- ακατανόητος
- (μετά τους Περσικούς πολέμους) ξένος
Παράγωγα
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- βάρβαρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βάρβαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.