Ετυμολογία

επεξεργασία
βάρβαρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βάρβαρος < (ηχομιμητική λέξη) (από την ηχομιμητική λέξη βαρβαρ)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈvaɾ.va.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βάρ‐βα‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βάρβαρος η βάρβαρη το βάρβαρο
      γενική του βάρβαρου της βάρβαρης του βάρβαρου
    αιτιατική τον βάρβαρο τη βάρβαρη το βάρβαρο
     κλητική βάρβαρε βάρβαρη βάρβαρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βάρβαροι οι βάρβαρες τα βάρβαρα
      γενική των βάρβαρων των βάρβαρων των βάρβαρων
    αιτιατική τους βάρβαρους τις βάρβαρες τα βάρβαρα
     κλητική βάρβαροι βάρβαρες βάρβαρα
Συγκρίνετε με την κλίση του #ουσιαστικοποιημένου.
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

βάρβαρος, -η, -ον

  1. (για ανθρώπους ή σύνολα ανθρώπων) απαίδευτος, απολίτιστος, χυδαίος,
  2. (για ανθρώπους ή σύνολα ανθρώπων) βάνδαλος, σκληρός
  3. που αρμόζει σε βαρβάρους, βαρβαρικός
    βάρβαρα έθιμα
  4. → δείτε και τη λέξη #Ουσιαστικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
βαρβαρ- 

Δε σχετίζονται το βαρβάτος, βαρβιτουρικό, ούτε η βάρβιτος.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βάρβαρος οι βάρβαροι
      γενική του βάρβαρου
βαρβάρου
των βάρβαρων
βαρβάρων
    αιτιατική τον βάρβαρο τους βάρβαρους
βαρβάρους
     κλητική βάρβαρε βάρβαροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συγκρίνετε με την κλίση του #επιθέτου.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βάρβαρος αρσενικό [2]

  1. (ιστορία, στην ελληνική αρχαιότητα) που δεν έχει ελληνική καταγωγή
    ※  Κωνσταντίνος Καβάφης, Περιμένοντας τους βαρβάρους' (1904), στίχ. 1-2 & οι δύο τελευταίες στροφές
    — Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
    Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα
    […]
    Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
    Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
    και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
     
    Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
    Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.
  2. (στην αρχαία και βυζαντινή ιστορία) αυτός που κατοικούσε έξω από τα σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και θεωρούνταν καθυστερημένος και απολίτιστος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. βάρβαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. βάρβαροςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βάρβαρος τὸ βάρβαρον
      γενική τοῦ/τῆς βαρβάρου τοῦ βαρβάρου
      δοτική τῷ/τῇ βαρβάρ τῷ βαρβάρ
    αιτιατική τὸν/τὴν βάρβαρον τὸ βάρβαρον
     κλητική ! βάρβαρε βάρβαρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βάρβαροι τὰ βάρβαρ
      γενική τῶν βαρβάρων τῶν βαρβάρων
      δοτική τοῖς/ταῖς βαρβάροις τοῖς βαρβάροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς βαρβάρους τὰ βάρβαρ
     κλητική ! βάρβαροι βάρβαρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βαρβάρω τὼ βαρβάρω
      γεν-δοτ τοῖν βαρβάροιν τοῖν βαρβάροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βάρβαρος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

βάρβαρος, -ος, -ον

  1. μη Έλληνας (σε χρήση ήδη από τον Όμηρο)
  2. ακατανόητος
  3. (μετά τους Περσικούς πολέμους) ξένος

Παράγωγα

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)