μιξοβάρβαρος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ μιξοβάρβαρος | τὸ μιξοβάρβαρον | οἱ, αἱ μιξοβάρβαροι | τὰ μιξοβάρβαρα |
Γενική | τοῦ, τῆς μιξοβαρβάρου | τοῦ μιξοβαρβάρου | τῶν μιξοβαρβάρων | τῶν μιξοβαρβάρων |
Δοτική | τῷ, τῇ μιξοβαρβάρῳ | τῷ μιξοβαρβάρῳ | τοῖς, ταῖς μιξοβαρβάροις | τοῖς μιξοβαρβάροις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν μιξοβάρβαρον | τὸ μιξοβάρβαρον | τοὺς, τὰς μιξοβαρβάρους | τὰ μιξοβάρβαρα |
Κλητική | μιξοβάρβαρε | μιξοβάρβαρον | μιξοβάρβαροι | μιξοβάρβαρα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | μιξοβαρβάρω | |||
Γενική-Δοτική | μιξοβαρβάροιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μιξοβάρβαρος ή μειξοβάρβαρος
Αναφορές επεξεργασία
- Εὐρ. Φοίν. 138, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 15, Πλάτ. Μενέξ. 245D