Δείτε επίσης: ἥμισυ
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ήμισυ
& μισό
τα ημίσεα
& μισά
      γενική του ημίσεος
& μισού
των ημισέων
& μισών
    αιτιατική το ήμισυ
& μισό
τα ημίσεα
& μισά
     κλητική ήμισυ
& μισό
ημίσεα
& μισά
όπως «από τα αρχαία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ήμισυ ουδέτερο

  1. (λόγιο) το μισό
  2. (μουσική) νότα διάρκειας δύο χρόνων
     συνώνυμα: μισό, σύμβολο:

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ήμισυ: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία