Δείτε επίσης: ἥμισυ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ήμισυ
μισό
τα ημίσεα
μισά
      γενική του ημίσεος
μισού
των ημισέων
μισών
    αιτιατική το ήμισυ
μισό
τα ημίσεα
μισά
     κλητική ήμισυ
μισό
ημίσεα
μισά
όπως «από τα αρχαία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.mi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ή‐μι‐συ

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ήμισυ < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ήμισυς < αρχαία ελληνική ἥμισυς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ήμισυ ουδέτερο

  1. (λόγιο) το μισό
  2. (μουσική) νότα διάρκειας δύο χρόνων
     συνώνυμα: μισό, σύμβολο:  

Δείτε επίσης επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ήμισυ: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ήμισυ