ἥμισυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
ἡμῐσυ- ἡμῐσε- | |||||||
ονομαστική | ὁ | ἥμισῠς | ἡ | ἡμίσειᾰ | τὸ | ἥμισῠ | |
γενική | τοῦ | ἡμίσεος | τῆς | ἡμισείᾱς | τοῦ | ἡμίσεος | |
δοτική | τῷ | ἡμίσει | τῇ | ἡμισείᾳ | τῷ | ἡμίσει | |
αιτιατική | τὸν | ἥμισῠν | τὴν | ἡμίσειᾰν | τὸ | ἥμισῠ | |
κλητική ὦ! | ἥμισῠ | ἡμίσειᾰ | ἥμισῠ | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | ἡμίσεις ιωνικός: ἡμίσεες |
αἱ | ἡμίσειαι | τὰ | ἡμίσεᾰ αργότερα: ἡμίση | |
γενική | τῶν | ἡμισέων | τῶν | ἡμισειῶν | τῶν | ἡμισέων | |
δοτική | τοῖς | ἡμίσεσῐ(ν) | ταῖς | ἡμισείαις | τοῖς | ἡμίσεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τοὺς | ἡμίσεις | τὰς | ἡμισείᾱς | τὰ | ἡμίσεᾰ | |
κλητική ὦ! | ἡμίσεις | ἡμίσειαι | ἡμίσεᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡμίσεε - ἡμίσει | τὼ | ἡμισείᾱ | τὼ | ἡμίσεε - ἡμίσει | |
γεν-δοτ | τοῖν | ἡμισέοιν | τοῖν | ἡμισείαιν | τοῖν | ἡμισέοιν | |
Και μεταγενέστερη συνηρημένη γενική ενικού (αρσενικό-ουδέτερο): ἡμίσους Ουδέτερο πληθυντικός, μεταγενέστερα ἡμίση & τὰ ἡμίσεια. | |||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «ἥμισυς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἥμισυς < ἡμί- (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *semi- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαἥμισυς, -εια, -υ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἥμισυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἥμισυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.