έτερον ήμισυ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έτερον ήμισυ | ||
γενική | του | ετέρου ημίσεος | ||
αιτιατική | το | έτερον ήμισυ | ||
κλητική | έτερον ήμισυ | |||
όπως «από τα αρχαία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έτερον ήμισυ < ἕτερον ἥμισυ < ἕτερος + ἥμισυς → δείτε τις λέξεις έτερος και ήμισυ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈeteɾon‿ˈimisi/
Ουσιαστικό επεξεργασία
έτερον ήμισυ ουδέτερο (λόγιο, μόνο στον ενικό)
- πολυτονική γραφή: ἕτερον ἥμισυ
Μεταφράσεις επεξεργασία
έτερον ήμισυ
|
Πηγές επεξεργασία
- ήμισυ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ήμισυ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας