Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρισβάρβαρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τρισβάρβαρ
ος
η
τρισβάρβαρ
η
το
τρισβάρβαρ
ο
γενική
του
τρισβάρβαρ
ου
της
τρισβάρβαρ
ης
του
τρισβάρβαρ
ου
αιτιατική
τον
τρισβάρβαρ
ο
την
τρισβάρβαρ
η
το
τρισβάρβαρ
ο
κλητική
τρισβάρβαρ
ε
τρισβάρβαρ
η
τρισβάρβαρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τρισβάρβαρ
οι
οι
τρισβάρβαρ
ες
τα
τρισβάρβαρ
α
γενική
των
τρισβάρβαρ
ων
των
τρισβάρβαρ
ων
των
τρισβάρβαρ
ων
αιτιατική
τους
τρισβάρβαρ
ους
τις
τρισβάρβαρ
ες
τα
τρισβάρβαρ
α
κλητική
τρισβάρβαρ
οι
τρισβάρβαρ
ες
τρισβάρβαρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τρισβάρβαρος
<
τρισ-
+
βάρβαρος
Επίθετο
επεξεργασία
τρισβάρβαρος, -η, -ο
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρισβάρβαρος