ημιβάρβαρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαημιβάρβαρος, -η, -ο
- που βρίσκεται σε ένα ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ βαρβαρότητας και πολιτισμού
- ημιβάρβαρος λαός, ημιβάρβαρη κατάσταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ημιβάρβαρος
|