γένομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γένομαι < γίνομαι < αρχαία ελληνική γίγνομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; μεσαιωνικό?
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʝe.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέ‐νο‐μαι
- ομόηχο: γένομε
Ρήμα
επεξεργασία
γένομαι, πρτ.: γενόμουν, στ.μέλλ.: θα γενώ, αόρ.: γένηκα, μτχ.π.ε.: γενόμενος
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του γίνομαι
- ※ Κωνσταντίνος Καβάφης, Περιμένοντας τους βαρβάρους (1904), τελευταία στροφή.
- Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.
- Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
- ※ Κωνσταντίνος Καβάφης, Περιμένοντας τους βαρβάρους (1904), τελευταία στροφή.
Κλίση
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γένομαι
→ δείτε τη λέξη γίνομαι |
Πηγές
επεξεργασία
- γίνομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ρήμα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- γίνομαι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].