Ετυμολογία

επεξεργασία
γένομαι < γίνομαι < αρχαία ελληνική γίγνομαι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   μεσαιωνικό?

γένομαι, πρτ.: γενόμουν, στ.μέλλ.: θα γενώ, αόρ.: γένηκα, μτχ.π.ε.: γενόμενος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • γίνομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)