Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  γίγνομαι 
Παρατατικός  ἐγιγνόμην 
Μέλλοντας  γενήσομαι - γενηθήσομαι 
Αόριστος  ἐγενόμην - ἐγενήθην 
Παρακείμενος  γέγονα - γεγένημαι 
Υπερσυντέλικος  ἐγεγόνειν - ἐγεγενήμην 
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γίγνομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵenh₁-. Συγγενή: λατινική gigno.

γίγνομαι & γίνομαι

  1. (για πρόσωπα) γεννιέμαι
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 1, 1 η πρώτη φράση του βιβλίου Α
    Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο, πρεσβύτερος μὲν Ἀρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῦρος
  2. (για γεγονότα) συμβαίνει
  3. γίνομαι με τη σημερινή έννοια
    ⮡  ἐμποδών γίγνομαι - γίνομαι εμπόδιο, εμποδίζω επίτηδες
  4. πλησιάζω κάποιον
  5. καταγίνομαι με κάτι
    ⮡  περί ὑφαντικήν γίγνομαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

και δείτε τα παράγωγά τους

σύνθετα του ρήματος

όπως ενδεικτικά: