γενέθλιος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γενέθλιος < αρχαία ελληνική γενέθλιος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γενέθλιος
- ο σχετικός με την ημερομηνία γέννησης
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γενέθλιος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γενέθλιος
- ο σχετικός με τη γέννηση, με τη μάνα
- ἐξ οὗπερ αἷμα γενέθλιον κατήνυσεν ( το αίμα της μητέρας του)
- οὐδὲν σεβίζῃ γενεθλίους ἀράς, τέκνον; (δεν φοβάσαι καθόλου την κατάρα της μάνας σου;)
- ο σχετικός με τα γενέθλια
- γενέθλιος δόσις (: το δώρο των γενεθλίων), γενέθλιος ἡμέρα
- ο οικογενειακός ή ο σχετικός με το γένος, την πατρίδα, εκείνος που παρέχει τη γέννηση
- γενεθλίους θεοὺς εἰς παίδων αὑτοῦ σπορὰν ἴσχοι κατὰ λόγον.
- καὶ θεοὺς γενεθλίους καλεῖ πατρῴας γῆς