γενέτειρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γενέτειρα < (ελληνιστική κοινή) γενέτειρα < αρχαία ελληνική γενέτειρα, θηλυκό του γενετήρ, (η μητέρα αλλά και η γενέτειρα πόλη) < γίγνομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγενέτειρα θηλυκό
- η πόλη όπου γεννήθηκε κάποιος, η ιδιαίτερη πατρίδα του
- (μαθηματικά)
Μεταφράσεις
επεξεργασία γενέτειρα
|