Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʒe.ne.ʁa.tʁis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
génératrice génératrices

génératrice (fr) θηλυκό

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία