Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γεννήτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γεννήτρι
α
οι
γεννήτρι
ες
γενική
της
γεννήτρι
ας
των
γεννητρι
ών
αιτιατική
τη
γεννήτρι
α
τις
γεννήτρι
ες
κλητική
γεννήτρι
α
γεννήτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γεννήτρια
<
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
génératrice
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γεννήτρια
θηλυκό
συσκευή
παραγωγής
ηλεκτρικού ρεύματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γεννήτρια
αγγλικά
:
generator
(en)
γαλλικά
:
générateur
(fr)
πολωνικά
:
prądnica
(pl)
,
generator
(pl)