ενικός         πληθυντικός  
generator generators

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

generator (en)

  1. η γεννήτρια, το δυναμό
    The generator is charging the car battery.
    Η γεννήτρια/Το δυναμό φορτίζει την μπαταρία του αυτοκινήτου.
  2. (προγραμματισμός) γεννήτορας
    δείτε επίσης: Generator (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

generator (pl)