γεννήτορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεννήτορας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γεννήτωρ από την αιτιατική «τὸν γεννήτορα»
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεννήτορας αρσενικό
- ο γονιός
- (συνήθως στον πληθυντικό) οι πρόγονοι
- (προγραμματισμός) μία συνάρτηση, υπορουτίνα ή υποπρόγραμμα, η οποία κάθε φορά που καλείται παράγει μία τιμή από μία σειρά προκαθορισμένων τιμών, εφαρμόζοντας την τεχνική της «οκνηρής αποτίμησης»,