Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεννήτωρ < γεννάω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεννήτωρ-ορος αρσενικό (δωρικός τύποςγεννάτωρ)

  1. ο δημιουργός
    θεῷ γεννήτορι πάντων
    γενέτωρ, Ζεύς
  2. πατέρας, ο πρόγονος,


Συγγενικά επεξεργασία