Ετυμολογία

επεξεργασία
γεννήτης < γεννάω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γεννήτης-ου αρσενικό

  • στον πληθυντικό, οι γεννῆται, αρχηγοί γένους ή οικογενείας
  • εἰς τοὺς γεννήτας καὶ εἰς τοὺς φράτορας ἐνέγραψε


Σημειώσεις

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία