Ετυμολογία

επεξεργασία
γενητός < γένεσις

  Επίθετο

επεξεργασία

γενητός, ή, όν

  • που έχει αρχή και τέλος, σε αντιδιαστολη προς το αιώνιο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία