Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γενητός < γένεσις

  Επίθετο επεξεργασία

γενητός, ή, όν

  • που έχει αρχή και τέλος, σε αντιδιαστολη προς το αιώνιο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία