γένεσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | γένεσῐς | αἱ | γενέσεις |
γενική | τῆς | γενέσεως | τῶν | γενέσεων |
δοτική | τῇ | γενέσει | ταῖς | γενέσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | γένεσῐν | τὰς | γενέσεις |
κλητική ὦ! | γένεσῐ | γενέσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γενέσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γενεσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γένεσις < θέμα γενε- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵenh₁- + -σις.[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: γένεση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένεσις θηλυκό
- πηγή, δημιουργία, απαρχή
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 302 (μιλάει η Ήρα) @greek‑language.gr
- Ὠκεανόν τε, θεῶν γένεσιν, καὶ μητέρα Τηθύν
- [να δω] τον Ωκεανό, γεννήτορα/αρχή των θεών και τη μητέρα Τηθύ
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 302 (μιλάει η Ήρα) @greek‑language.gr
- γέννημα, απόγονος
- γένος, είδος ζώων
- για το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης → δείτε τη λέξη Γένεσις (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασίακαι δείτε τα συγγενικά τους:
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «γένεση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- γένεσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γένεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.