γένεσις
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γένεσις < μεσαιωνική γένεσις < αρχαία ελληνική γένεσις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γένεσις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) γένεση, η γένεση στο πολυτονικό
- η Γένεσις, το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γένεσις < γίγνομαι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γένεσις θηλυκό
- πηγή, δημιουργία, απαρχή
- Ὠκεανόν τε θεῶν γένεσιν
- γέννημα, απόγονος
- ἦ κάρτα λαμπρὰ καὶ κατ᾽ ὄνομα καὶ φύσιν, πατρὸς μὲν οὖσα γένεσιν Εὐρύτου ποτὲ (: ...γιατί ήταν κόρη του Ευρύτου, είχε γεννηθεί από πατέρα τον...)
- γένος, είδος ζώων
Επεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- ο γενικός ( < γένος) αφορά στο γένος ή αργότερα στην πτώση, είναι εκείνος που ανήκει)
- ο γεννικός (από το γεννάω) είναι ο από καλή γενιά, ο "ευγενής", ο εξαιρετικός, ίσως και ο γενναίος
- ο γεννητός, ή, όν αλλά και ο γενητός, ή, όν είναι διαφορετικά επίθετα, (το ένα από το γεννάω και το άλλο ίσως πιο άμεσα από το γίγνομαι), όμως σήμερα που δεν ξέρουμε τις λεπτές διαφορές της εποχής εκείνης, τα αισθανόμαστε αναγκαστικά ως συνώνυμα: ο φυσικός, ο θνητός, εκείνος που γεννήθηκε (σε αντιδιαστολή και προς τον τεχνητό αλλά και με το αιώνιο)
- ο γεννητός ως ουσιαστικό ήταν ο γιός ή το παιδί γενικά ( < γεννάω)
- ο γεννήτης ήταν ο αρχηγός γένους, υποσυνόλου της φρατρίας και της φυλής
- ο γεννητής ήταν ο πρόγονος, ο πατέρας
- συνώνυμες με την έννοια του προγόνου ή του πατέρα ή των γονέων με μικρές διαφοροποιήσεις που δεν μπορούμε σήμερα να ξεδιαλύνουμε απόλυτα, είναι οι λέξεις:
- γενετήρ (γενέτειρα για τη μάνα και την πατρίδα), γενέτης, γενέτωρ-γεννήτωρ-γεννάτωρ, γονεύς, γενέται (οι γονείς)