Δείτε επίσης: Γένεσις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γένεσῐς αἱ γενέσεις
      γενική τῆς γενέσεως τῶν γενέσεων
      δοτική τῇ γενέσει ταῖς γενέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν γένεσῐν τὰς γενέσεις
     κλητική ! γένεσῐ γενέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γενέσει
γεν-δοτ τοῖν  γενεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γένεσις < θέμα γενε- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵenh₁- + -σις.[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: γένεση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γένεσις θηλυκό

  1. πηγή, δημιουργία, απαρχή
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 302 (μιλάει η Ήρα) @greek‑language.gr
    Ὠκεανόν τε, θεῶν γένεσιν, καὶ μητέρα Τηθύν
    [να δω] τον Ωκεανό, γεννήτορα/αρχή των θεών και τη μητέρα Τηθύ
  2. γέννημα, απόγονος
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 380 (379-380)
    ἦ κάρτα λαμπρὰ καὶ κατ᾽ ὄνομα καὶ φύσιν,
    πατρὸς μὲν οὖσα γένεσιν Εὐρύτου ποτὲ
    Ἰόλη ᾽καλεῖτο,
    ήταν εξαιρετικά λαμπρή και στ' όνομα και στη θωριά (μορφή, φύση)
    γιατί ήταν κόρη (γέννημα) του Εύρυτου κι
    Ιόλη την ελέγαν
  3. γένος, είδος ζώων
  4. για το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης → δείτε τη λέξη Γένεσις (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

και δείτε τα συγγενικά τους:

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «γένεση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.