γενέτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγενέτωρ-ορος αρσενικό
- ο πατέρας, ο πρόγονος, στον πληθυντικό οι γονείς
- παῖς ἑπτὰ καὶ δεκέτης φῶς λίπον ἀελίου· ἀντὶ δέ μου στεφάνων γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα μοῦνα λίθῳ τῷδ’ ἔνι κευθόμενα· χαῖρε, παροδεῖτα (επίγραμμα σε τάφο γύρω στο 180 π.Χ., για αγόρι 17 ετών, που αντί για στεφάνι στην πάλη στα Πύθια "οι γονείς και η πατρίδα μου έχουν τα οστα μου μόνα, με πέτρα σκεπασμένα, χαίρε διαβάτη")
- τοῦ δὲ Ἀλεξάνδρου τούτου ἕβδομος γενέτωρ Περδίκκης ἐστὶ (: αυτού του Αλεξάνδρου γεννήτορας πριν από επτεά γενεές ήταν ο Περδίκκης)
- ο γιός
- ἔνοπλος γὰρ ἐπ᾽ αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας (ο γιος του Δία, ο Απόλωνας)
- (μεταφορικά) που γεννάει, προκαλεί
- ἀλλὰ μέγας πόντος γενέτωρ νεφέων ἀνέμων τε καὶ ποταμῶν
- ο συγγραφέας και ο δημιουργός (μεταγενέστερη έννοια)
Συγγενικά
επεξεργασία- γενέσιος
- γενετή
- γεννήτωρ, γενετήρ
- γενέτειρα
- Γενετυλλίς
- γενεά
- γόνος
- γονεύς
- γονή
- γόνιμος
- γεννάω ( ενεργητικός τύπος του γίγνομαι ίσως αρχικά γενενάω)
- γέννα
- γεννήτης (αρχηγός γένους) γεννητής (ο γονιός)
- γέννησις (η γέννηση, η παραγωγή)
- γενικός (από το γένος), γεννικός (ο γενναίος)
- γεννητός (θνητός) και γενητός (που προέρχεται, ξεκίνησε, πήρε αρχή από...)