θνητός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θνητός | η | θνητή | το | θνητό |
γενική | του | θνητού | της | θνητής | του | θνητού |
αιτιατική | τον | θνητό | τη | θνητή | το | θνητό |
κλητική | θνητέ | θνητή | θνητό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θνητοί | οι | θνητές | τα | θνητά |
γενική | των | θνητών | των | θνητών | των | θνητών |
αιτιατική | τους | θνητούς | τις | θνητές | τα | θνητά |
κλητική | θνητοί | θνητές | θνητά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θνητός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θνητός[1] < θνήσκω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θniˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θνη‐τός
Επίθετο επεξεργασία
θνητός, -ή, -ό
Αντώνυμα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θνητός αρσενικό
Εκφράσεις επεξεργασία
- κοινός θνητός: ένας απλός άνθρωπος σε αντιδιαστολή με κάποιον ισχυρό ή διάσημο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ θνητός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας