Ετυμολογία

επεξεργασία
κάποτε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάποτε < αρχαία ελληνική κἄν + ποτέ. Για τη μετατροπή του κἄν > κα- δείτε καν

Επίρρημα

επεξεργασία

κάποτε (χρονικό επίρρημα)

  1. κάποια στιγμή, κάποια χρονική περίοδο (στο παρελθόν ή στο μέλλον)
  2. κάποιες φορές
  3. άλλοτε

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

Ετυμολογία

επεξεργασία
κάποτε < αρχαία ελληνική κἄν + ποτέ. Για τη μετατροπή του κἄν > κα- δείτε καν

Επίρρημα

επεξεργασία