κάποτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κάποτε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάποτε < αρχαία ελληνική κἄν + ποτέ. Για τη μετατροπή του κἄν > κα- δείτε καν
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈka.po.te/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐πο‐τε
Επίρρημα
επεξεργασίακάποτε (χρονικό επίρρημα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κάποια χρονική περίοδο στο μέλλον ή στο παρελθόν
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάποτε < αρχαία ελληνική κἄν + ποτέ. Για τη μετατροπή του κἄν > κα- δείτε καν
Επίρρημα
επεξεργασίακάποτε (χρονικό επίρρημα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κάποτε - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].