γονιός
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γονιός | οι | γονιοί |
γενική | του | γονιού | των | γονιών |
αιτιατική | τον | γονιό | τους | γονιούς |
κλητική | γονιέ | γονιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γονιός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γονιός < αρχαία ελληνική γονεύς (πατέρας)
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣoˈɲs/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γο‐νιός
Ουσιαστικό Επεξεργασία
γονιός αρσενικό
- (λαϊκότροπο) ο γονέας
Πηγές Επεξεργασία
- γονιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) Επεξεργασία
Πηγές Επεξεργασία
- γονιός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].