γονιοί
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γονιοί < γονιός
Ουσιαστικό Επεξεργασία
γονιοί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- άλλη εκφορά του πληθυντικου γονείς
- ευτυχώς που βρήκε κι αυτό το σπίτι από τους γονιούς του και δεν έμεινε στο δρόμο
- η περιουσία ήταν των γονιών της