parent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαparent (en)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- (πληροφορική) parent class
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
parent | parents |
parent (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
parent | parents |
parent (fr)