οκνηρή αποτίμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
- (πληροφορική)(γλώσσες προγραμματισμού) η τεχνική κατά την οποία μία έκφραση δεν αποτιμάται (υπολογίζεται) εξολοκλήρου, αλλά σταδιακά, όποτε και αν χρειαστεί. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η καθυστέρηση του συστήματος όταν η έκφραση είναι μεγάλη.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οκνηρή αποτίμηση