δυναμό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυναμό < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική (la) dynamo (θηλυκό· θεωρήθηκε ουδέτερο λόγω της κατάληξης) < σύντμηση του machine dynamo-électrique < αρχαία ελληνική δύναμις
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυναμό ουδέτερο άκλιτο
- συσκευή που παράγει ηλεκτρικό ρεύμα συνεχούς τάσεως, μέσω της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής, και τροφοδοτεί μπαταρίες και ηλεκτρικά συστήματα αυτοκινήτων