επαγωγή
(Χρειάζεται παραδείγματα που να εξηγούν τη χρήση της λέξης. Ιδίως για νομικό όρο, κοινωνιολογία. sarri.greek (συζήτηση) 17:43, 13 Νοεμβρίου 2019 (UTC))
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαγωγή | οι | επαγωγές |
γενική | της | επαγωγής | των | επαγωγών |
αιτιατική | την | επαγωγή | τις | επαγωγές |
κλητική | επαγωγή | επαγωγές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επαγωγή < → λείπει η ετυμολογία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pa.ɣoˈʝi/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επαγωγή θηλυκό
- λήψη του αποτελέσματος μιας ενέργειας μέσω συμμετοχής σε αυτήν
- επαγωγή στην υπνωτική διαδικασία
- πολιτισμική επαγωγή
- (νομική) λήψη του αποτελέσματος μιας δικαστικής ενέργειας μέσω συμμετοχής σε αυτήν
- επαγωγή κληρονομίας
- (μαθηματικά) συμπέρασμα από ειδικότερες περιπτώσεις για γενικότερη
- μαθηματική επαγωγή, τέλεια επαγωγή
- (φυσική) πρόκληση ηλεκτρικού ή μαγνητικού φαινομένου από ηλεκτρικό ή μαγνητικό φαινόμενο, υπάρχουν τρία είδη τέτοιας επαγωγής: η ηλεκτρική επαγωγή, η μαγνητική επαγωγή και η ηλεκτρομαγνητική επαγωγή
- (βιολογία) έκφραση γονιδίου με απουσία καταστολέα ή παρουσία επαγωγέα
- (βιολογία)(συνεκδοχικά) πρόκληση βιολογικού φαινομένου εξ αιτίας κάποιας επαγωγής
- επαγωγή καρκίνου
- (κοινωνιολογία) ανταλλαγή στοιχείων
- πολιτιστική επαγωγή, νομική επαγωγή
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- επαγωγή όρκου
- επαγωγή κληρονομίας
- επαγωγή κηδεμονίας
- επαγωγή επιτροπείας
- μαθηματική επαγωγή
- τέλεια επαγωγή
- ηλεκτρική επαγωγή
- μαγνητική επαγωγή
- ηλεκτρομαγνητική επαγωγή
- αμοιβαία επαγωγή
- πολιτιστική επαγωγή
- νομική επαγωγή