Δείτε επίσης: ἐπαγωγή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαγωγή οι επαγωγές
      γενική της επαγωγής των επαγωγών
    αιτιατική την επαγωγή τις επαγωγές
     κλητική επαγωγή επαγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επαγωγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπαγωγή < ἐπάγω (επάγω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pa.ɣoˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πα‐γω‐γή
ομόηχο: επαγωγοί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επαγωγή θηλυκό [2]

  1. (λογική) νοητική λειτουργία που ξεκινάει από το μερικό, το ειδικό και καταλήγει στο γενικός
     αντώνυμα: παραγωγή
  2. (νομικός όρος) λήψη του αποτελέσματος μιας δικαστικής ενέργειας μέσω συμμετοχής σε αυτήν
    ⮡  επαγωγή κληρονομίας
  3. (μαθηματικά) συμπέρασμα από ειδικότερες περιπτώσεις για γενικότερη
    ⮡  μαθηματική επαγωγή, τέλεια επαγωγή
  4. (φυσική) πρόκληση ηλεκτρικού ή μαγνητικού φαινομένου από ηλεκτρικό ή μαγνητικό φαινόμενο
    ⮡  Υπάρχουν τρία είδη επαγωγής: η ηλεκτρική επαγωγή, η μαγνητική επαγωγή και η ηλεκτρομαγνητική επαγωγή.
  5. (βιολογία) έκφραση γονιδίου με απουσία καταστολέα ή παρουσία επαγωγέα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  6. (βιολογία) (συνεκδοχικά) πρόκληση βιολογικού φαινομένου εξ αιτίας κάποιας επαγωγής
    επαγωγή καρκίνου

Αντώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

παράγωγα και σύνθετα

→ και δείτε τη λέξη επάγω επ-, αγωγή & άγω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. επαγωγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. επαγωγήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)