μπαταρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαταρία < ιταλική batteria < γαλλική batterie (συστοιχία κανονιών) < λατινική battuere < battuo (χτυπώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαταρία θηλυκό
- (ηλεκτρολογία) μέσο αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας που τροφοδοτεί με ηλεκτρισμό μηχανές ή συσκευές, ο ηλεκτρικός συσσωρευτής
- φορτίζω τη μπαταρία του κινητού μου επειδή άδειασε
- το αυτοκίνητό μου έμεινε από μπαταρία
- αναμεικτική βρύση, υδατομίκτης-υδατομείκτης, μίκτης-μείκτης νερού, διπολική βρύση, βρύση ζεστού / κρύου νερού-ύδατος (μίας ή δύο οπών [αναφέρουμε τον αριθμό των εμφανών οπών εισόδου])
- είτε σπανίως σύστημα ξεχωριστών βρύσεων, είτε ενιαίο σύστημα δύο περιστροφικών χερουλιών, είτε με ένα μοχλικό χερούλι που συνδυάζει ποσοστά των δύο πόλων
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- (μεταφορικά) γεμίζω τις μπαταρίες μου: ξεκουράζομαι και αναζωογονούμαι
- ευτυχώς που μετά από τόση δουλειά ήρθαν οι διακοπές και θα μπορέσουμε να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μπαταρία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαταρία