Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ba.tʁi/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
batterie batteries

batterie (fr) θηλυκό

Σημειώσεις

επεξεργασία
Η μικρή ηλεκτρική μπαταρία λέγεται pile.