μπαταριοθήκη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαταριοθήκη < μπαταρι(α) + -ο- + -θήκη
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαταριοθήκη θηλυκό
- θήκη στην οποία τοποθετούνται μπαταρίες και συνδέονται μεταξύ τους
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαταριοθήκη