μπαταριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαταριά | οι | μπαταριές |
γενική | της | μπαταριάς | των | μπαταριών |
αιτιατική | την | μπαταριά | τις | μπαταριές |
κλητική | μπαταριά | μπαταριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπαταριά < (άμεσο δάνειο) τουρκική batarya < ιταλική batteria (συστοιχία κανονιών) < λατινική battuo (χτυπώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαταριά θηλυκό
- ταυτόχρονοι ή και συνεχόμενοι πυροβολισμοί, ομοβροντία
- τους ξέκανε με μια μπαταριά
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαταριά
→ δείτε τη λέξη ομοβροντία |