Ετυμολογία

επεξεργασία
battuo < γαλατική < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰedʰ- (σκάβω) ή *bʰat- (χτυπώ)

battuo (la)

  1. χτυπώ
  2. μάχομαι, παλεύω