pila
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpila (es)
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαpila (la) ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του pilum
Κροατικά (hr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαpila < πρωτοσλαβική λέξη pila
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpila (hr) θηλυκό
- το πριόνι
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαpila < πρωτοσλαβική λέξη pila
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpila (cs) θηλυκό
- το πριόνι
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpila (fi)