pilum
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpilum (la) ουδέτερο (β' κλίση)
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pilum | pila |
γενική | pilī | pilōrum |
δοτική | pilō | pilīs |
αιτιατική | pilum | pila |
κλητική | pilum | pila |
αφαιρετική | pilō | pilīs |