Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκουράζομαι < ξε- + κουράζομαι, παθητική φωνή του ρήματος ξεκουράζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεκουράζομαι

  • παραμένω σε μια κατάσταση κατά την οποία δεν εργάζομαι ώστε να ανακτήσω τις σωματικές, πνευματικές κλπ δυνάμεις μου και να μου φύγει η κούραση
  • κάτι στο οποίο παρέχω χρόνο ώστε να ολοκληρωθεί σε αυτό διαδικασία, δείγμα που του παρέχεται χρόνος ώστε ή ζύμωση ή οι χημικές αντιδράσεις να επιτελεστούν
Άσε τη ζύμη να ξεκουραστεί γιατί αλλιώς θα βγει άνοστο το κέικ.
Άσε το δείγμα να ξεκουραστεί γιατί αλλιώς δεν θα διαχυθεί παντού η ουσία ώστε να υπάρχει ομοιογένεια στις χημικές μεταβολές.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία