Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεκουράζω < ξε- + κουράζω

ξεκουράζω, παθητικό: ξεκουράζομαι

ένα χλιαρό μπάνιο πάντα με ξεκουράζει

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία